πάλλ'

πάλλ'
πάλλαι , πάλλα
ball
fem nom/voc pl
πάλλᾱͅ , πάλλα
ball
fem dat sg (doric aeolic)
πάλλε , πάλλω
poise
pres imperat act 2nd sg
πάλλε , πάλλω
poise
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πάλλ' — Πάλλα , Πάλλας youth masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλλάς — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 …   Dictionary of Greek

  • Πολιάς — Λεγόταν και Πολιάτις και Πολίτις. Προσωνυμία της προστάτισσας θεάς μιας πόλης, και ιδιαίτερα της Αθηνάς που τη θεωρούσαν προστάτιδα των ακροπόλεων. * * * άδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αθηνάς) η προστάτιδα τής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + επίθημα άς …   Dictionary of Greek

  • πάλλας — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 …   Dictionary of Greek

  • συνοδία — η, ΝΜΑ, και συνοδιά Ν [συνοδός] 1. κοινή πορεία, συνοδοιπορία 2. ομάδα συνοδοιπόρων, καραβάνι μσν. το εκκλησίασμα σε μια τελετή («μήτε εἰς συνοδίαν βουλόμενος εἰσελθεῑν», Παλλ.) αρχ. 1. συναναστροφή, συντροφιά («ἀνδρὸς πονηροῡ φεῡγε συνοδίαν ἀεί» …   Dictionary of Greek

  • φροντιστήριο — Εξωσχολικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου ο μαθητής του γυμνασίου ή του λυκείου κάνει ιδιαίτερα μαθήματα είτε για να προβιβαστεί στην άλλη τάξη, επειδή έμεινε επανεξεταστέος, είτε για να προετοιμαστεί καλύτερα στις εξετάσεις που θα δώσει σε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”